προσαμέλγομαι

προσαμέλγομαι
Α
(για κατοικίδιο ζώο) αποδίδω επί πλέον γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀμέλγω / -ομαι «αρμέγω, απομυζώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποταμέλγω — Α (δωρ. τ.) προσαμέλγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + ἀμέλγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”